Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρός - ωπον

См. также в других словарях:

  • πότωπον — τὸ, Α (δωρ. τ.) το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ωπον (πρβλ. μέτ ωπον, πρόσ ωπον)] …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»