-
1 πρόςωπον
πρός - ωπον (ὤψ), pl. πρόσωπα and προσώπατα: face, visage, countenance, usually pl.; sing., Il. 18.24.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρόςωπον
См. также в других словарях:
πότωπον — τὸ, Α (δωρ. τ.) το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ωπον (πρβλ. μέτ ωπον, πρόσ ωπον)] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek